- Ἀκρότατοι
- Ἀκρότατοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκρότατοι — ἄκρος at the farthest point masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ακτιστίτες — Αιρετικοί χριστιανοί του 6ου αι. μ.Χ., άμεσοι συνεχιστές των Αφθαρτοδοκιστών. Οι Α. υποστήριζαν ότι το σώμα του Χριστού ήταν άκτιστο, δηλαδή άυλο και πνευματικόσαν τη θεία ουσία, και αρνούνταν έτσι την πραγματική διαφορά της θεότητας και της… … Dictionary of Greek